- σπαραγμός
- ο, ΝΜΑ [σπαράσσω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπαράσσω, σπάραγμανεοελλ.βαθιά θλίψη, συντριβήαρχ.1. σπασμός2. αγωνία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπαραγμός — tearing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμός — ο 1. κατασπάραξη. 2. βαθιά θλίψη, πόνος ψυχικός: Ένιωσε σπαραγμό μπροστά στο θέαμα που αντίκρισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σπαραγμοῖς — σπαραγμός tearing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμοί — σπαραγμός tearing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμοῦ — σπαραγμός tearing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμούς — σπαραγμός tearing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμῶν — σπαραγμός tearing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμῷ — σπαραγμός tearing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπαραγμόν — σπαραγμός tearing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Sparagmos — (Greek: σπαραγμός) refers to an ancient Dionysian ritual in which a living animal, or sometimes even a human being, would be sacrificed by being dismembered, by the tearing apart of limbs from the body. Sparagmos was frequently followed by… … Wikipedia